σκουληκιασμένος
Смотреть что такое "σκουληκιασμένος" в других словарях:
σκουληκιάρικος — η, ο, Ν [σκουληκιάρης] γεμάτος σκουλήκια, σκουληκιασμένος, σκουληκιάρικος … Dictionary of Greek
σκωληκόβορος — ον, Α σκουληκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βορος (< βορά), πρβλ. θηρό βορος, νεό βορος] … Dictionary of Greek
σκουληκιάζω — σκουληκιάζω, σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουληκιάζω — σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος, γεμίζω σκουλήκια: Σκουλήκιασαν τα αχλάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)