σκουληκιασμένος

σκουληκιασμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκουληκιασμένος" в других словарях:

  • σκουληκιάρικος — η, ο, Ν [σκουληκιάρης] γεμάτος σκουλήκια, σκουληκιασμένος, σκουληκιάρικος …   Dictionary of Greek

  • σκωληκόβορος — ον, Α σκουληκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βορος (< βορά), πρβλ. θηρό βορος, νεό βορος] …   Dictionary of Greek

  • σκουληκιάζω — σκουληκιάζω, σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουληκιάζω — σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος, γεμίζω σκουλήκια: Σκουλήκιασαν τα αχλάδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»